- λαγωοβόλον
- λαγωοβόλονstaffneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγωοβόλον — λαγωοβόλον, τὸ (Α) βλ. λαγωβόλος … Dictionary of Greek
λαγωβόλος — ο (Α λαγωβόλος, ον, ουδ. και λαγωοβόλον) το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον η λαγουδέρα ή λαγούσα αρχ. 1. αυτός που κυνηγά λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] … Dictionary of Greek
λαγωβόλο — το (Α λαγωβόλον και λαγωοβόλον) βλ. λαγωβόλος … Dictionary of Greek